- υπερικό
- (hypericum androsaemum). Πολυετής πόα με λείο βλαστό, αποφυλλωμένο λίγο στη βάση, που έχει 40-80 εκ. ύψος. Τα φύλλα του είναι μεγάλα και ωοειδή και τα άνθη του κίτρινα μέτρια. Ο καρπός του είναι ρώγα σφαιρική, λεία, γυαλιστερή, μαύρη κατά την ωρίμανση. Φυτρώνει σε θαμνότοπους της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας και χρησιμοποιείται με τη μορφή καταπλασμάτων για την επούλωση πληγών. Φυτρώνει επίσης και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, της δυτικής Ασίας και στην Αλγερία.
* * *το / ὑπερικόν, ΝΑνεοελλ.βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια υπερικίδες ή σταγονοφόρα τής τάξης τεώδη και το οποίο περιλαμβάνει 300 περίπου είδη, από τα οποία 25 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα και μεταξύ αυτών το Hypericum perforatum, κν. γνωστό ως βάλσαμο ή βαλσαμόχορτο και το Hypericum crispum, κν. γνωστό ως αλούθουρος, σκουρδίτσα ή φουκάλιαρχ.ο ὑπέρεικος*, το φυτὸ ανδρόσαιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. τής λ. ὑπέρεικον (βλ. λ. ὑπέρεικος) με ιωτακισμό τού -ει και καταβιβασμό τού τόνου, κατ' επίδραση τής κατάλ. -ικός].
Dictionary of Greek. 2013.